- χαναναίος
- -α, -ο / χαναναῖος, -αία, -ον, ΝΑ(το αρσ. στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Χαναναίοιοι κάτοικοι τής Χαναάν, σημιτικά φύλα που θεωρείται ότι κατάγονται από τον Χαναάν και κατοικούσαν στην Παλαιστίνη, προς τα δυτικά τού ποταμού Ιορδάνη («οἱ Χαναναῖοι τότε κατῴκουν τὴν γῆν», ΠΔ)νεοελλ.1. το αρσ. ως ουσ. (επιτιμητικά) Ιουδαίος2. ως επίθ. συνεκδ. ανήλεος τοκογλύφος και, γενικά, αισχροκερδής άνθρωποςαρχ.1. ως επίθ. (για πρόσ.) αυτός που προέρχεται από τη Χαναάν2. το αρσ. ως ουσ. ως προσηγ. έμπορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Χαναάν + κατάλ. -αῖος*].
Dictionary of Greek. 2013.